σιμβλος

σιμβλος
    σίμβλος
    ὅ
    1) пчелиный улей Hes., Arst.
    2) куча, множество
    

(χρημάτων Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σιμβλος" в других словарях:

  • σίμβλος — beehive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλος — ὁ, και σίμβλον, τὸ, Α 1. η κυψέλη, το κοφίνι τού μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», Ησίοδ. β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου τότε ἐξαιρετέον τὸν κηρόν», Αριστοτ.) 2. φρ. «σίμβλος χρημάτων» μτφ. χρηματικά αποθέματα, κομπόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ …   Dictionary of Greek

  • σίμβλοι — σίμβλος beehive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλοιο — σίμβλος beehive masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλοις — σίμβλος beehive masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλοισι — σίμβλος beehive masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλον — σίμβλος beehive masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλου — σίμβλος beehive masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλους — σίμβλος beehive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλων — σίμβλος beehive masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμβλῳ — σίμβλος beehive masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»